Η παραδοσιακή τσακώνικη υφαντική τέχνη ξεκίνησε στο τέλος του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα (ένα κιλίμι από το 1890 στη μονή Ελώνης πιστοποιεί την ύπαρξή της) από καθαρά πρακτικούς και βιοποριστικούς λόγους.
Στην αρχή ύφαιναν σακιά για τη μεταφορά των σιτηρών από τα χωράφια, ταγάρια για να παίρνουν στη δουλειά τους είτε τα τρόφιμά τους και διαδρόμους και κιλίμια για να στρώνουν τα σπίτια τους το χειμώνα ή για προίκα στα παιδιά τους.
Τα υφαντά αυτά δημιουργούνταν και δημιουργούνται σε έναν μοναδικό αργαλειό, ο οποίος είναι όρθιος κι έτσι τα υφαντά βγαίνουν μονοκόμματα, γι’ αυτό και είναι μεγαλύτερης ανθεκτικότητας.
Αρχικά τα σχέδιά τους ήταν απλά, έπειτα έγιναν γεωμετρικά και αργότερα η θεματολογία τους ήταν παρμένη από τη φύση από όπου προέρχονταν και τα υλικά για το χρωματισμό των νημάτων.